- πενταφύλακος
- πεντα-φύλᾰκος [pron. full] [ῠ], ον,A divided into five watches,
νύξ Stesich. 55
(πεντε- codd.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νύξ Stesich. 55
(πεντε- codd.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πενταφύλακος — και πεντεφύλακος, ον, Α (για χρονικό διάστημα μιας ημέρας ή μιας νύχτας) αυτός που έχει διαιρεθεί σε πέντε φρουρές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * / πεντε + φύλακος (< φυλακή), πρβλ. τρι φύλακος] … Dictionary of Greek
πενταφύλακον — πενταφύλακος divided into five watches masc/fem acc sg πενταφύλακος divided into five watches neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεντα- — και πεντ και πενθ , ΝΜΑ, πεντο , Ν, πεντε , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο αριθμητικό πέντε και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται πέντε φορές (πρβλ. πεντά γωνος, πεντα… … Dictionary of Greek
πεντεφύλακος — ον, Α βλ. πενταφύλακος … Dictionary of Greek